- λαθρόγαμος
- -η, -ο1. αυτός που συνάπτει κρυφό ή παράνομο γάμο2. μοιχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + γάμος (πρβλ. κλεψί-γαμος, οψί-γαμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek
λαθρόνυμφος — λαθρόνυμφος, ὁ, ἡ (Α) λαθρόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. εύ νυμφος, μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek